top of page
  • Writer's pictureGiorgio

Scenes From a Marriage (1973)

Updated: Nov 21, 2022


Director: Ingmar Bergman

DOP: Sven Nykvist


Ένα εκ των αριστουργημάτων του Bergman ο οποίος συνεχίζει και την δεκαετία του 70 να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται με την ίδια την φόρμα, αυτή τηφορά πειραματίζομενος με την τηλεοπτική πλευρά του κινηματογράφου και τις δυνατότητες αυτής της οπτικής του μέσου σαν έναν τρόπο να διεισδύσει σχεδόν “ηδονοβλεπτικά”-ψυχοαναλυτικά στην πολυπλοκότητα των έμφυλων σχέσεων. Συγκεκριμένα, η ταινία απεικονίζει τα χρονικά ενός μεσήλικου ζευγαριού από την φαινομενικά τέλεια ζωή τους (παράσταση εντυπώσεων) έως τον επεισοδιακό και βίαιο χωρισμό τους και εν τέλει την επανασύνδεσή τους, αυτή τη φορά ως παράνομο ζευγάρι. Διαδραματίζεται με μια περίεργη και ενδιαφέρουσα εξισορρόπηση κωμικών και τραγικών στοιχείων, αναπόσπαστων κομματιών κάθε σχέσης άλλωστε, με πιο επικίνδυνα απ' το μέσο όρο ρεαλιστικά στοιχεία, μιας και αυτή τη φορά ο Bergman καταπιάνεται με παρόμοιο θέμα με την ταινία του “Persona” (1966), με τον ρεαλισμό του ανθρώπινου ψυχισμού να αφορά πλέον την αλληλέπιδραση δύο ανθρώπων οι οποίοι συζούν και κοινωνούν την στο έπακρο προβληματισμένη ύπαρξή τους. Χωρισμένη σε 6 κεφάλαια, η ταινία μελετά απλά αλλά διεξοδικά την κάθε πτυχή της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και αντιλαμβάνεται πολύ σφαιρικά το συναισθηματικό και έπειτα συμπεριφορικό παιχνίδι, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις ανθρώπινες αδυναμίες της προσωπικότητας.Οι συμπεριφορές φάσκουν και αντιφάσκουν, κοντράρονται ακόμα και μεταξύ τους, υποδηλώνουν ένα συνονθύλευμα παθολογιών, από το οποίο όμως σιγά σιγά ξεπροβάλλουν νύξεις προσωπικής εξέλιξης.


Ο χαρακτήρας της Marianne (Liv Ullman) αποπνέει μία τάση προς την αυτοκατηγορία, την αυτοενοχοποίηση. Ο Johan (Erland Josephson) πιο ετοιμόλογος και σίγουρος φαίνεται πως καταπνίγει τα συναισθήματά του και χτίζεται έτσι η αλλόκοτη συμπεριφορά, με μόνη διαφυγή προς την επιβολή στο πρόσωπο που έχει απέναντί του. Αυτή η αντίθεση των χαρακτήρων επιτρέπει στην αντίληψή μας να κατανοήσει την διαφορετικότητα της σκέψης δύο μελών ίδιας οικογένειας. Στην τελική αυτό μόνο εισπράττουμε από το κομμάτι της σχέσης των δύο σαν γονείς, την σταδιακή έκθεση της διαφορετικής τους οπτικής, μιας και κατά τα άλλα υπενθυμίζεται ότι το έργο αφορά το ζευγάρι και το πως επηρεάζεται το ίδιο στην κατάσταση που βρίσκεται (έχοντας δύο παιδιά) αλλά όχι τον αντίκτυπο που έχει η σχέση τους για τα παιδιά. Προφανώς πολλές σκέψεις και αποφάσεις μας ωθούν στο να καταλάβουμε πόσο δυσοίωνο φαίνεται το μέλλον τον παιδιών μέσα σε όλο αυτό το κλίμα που επικρατεί αλλά πάλι επικεντρωνόμαστε θέλoντας και μη στον τρόπο σύνδεσης των δύο χαρακτήρων μας.


Εδώ σημαντικό είναι να αναφερθεί η σημασία του φιλμικού χρόνου ο οποίος προσδίδει ο ίδιος αντιληπτικότητα στα μάτια (και με την βοήθεια) του θεατή. Το πέρασμα από το ένα κεφάλαιο στο επόμενο διαβλέπει την επικείμενη χρονική αντιφατικότητα, υπογραμμίζοντας την αοριστία που κατοικεί στον ανθρώπινο εγκέφαλο, την αδυνατότητα πολλές φορές να μάθει από τα παθήματά του, αλλά και τονίζωντας την πραγματική του ανάγκη η οποία αποφαίνεται στην στιγμή ησυχίας μετά από καταρρακτώδη καταιγίδα, την στιγμή που η ψυχή απελευθερώνεται και πάλι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η σκηνή του ξυλοδαρμού της Marianne απ' τον Johan, κατά την οποία οι χαρακτήρες παρουσιάζονται αργά και βασανιστικά να απογυμνώνονται ο ένας μπροστά στον άλλον, αυτή όμως την φορά όχι σαρκικά όπως νωρίτερα στην σκηνή χωρισμού αλλά ψυχικά, θυμίζοντας τον ανώνυμο χαρακτήρα στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι (που όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στους αναγνώστες προς το τέλος “Υπήρξα πιο θαραλλέος απο σας”) ο οποίος ψάχνει τρόπο έκφρασης αποβάλωντας τραγικά όλες τις ανασφάλειές του. Πρόκειται για μια απ' τις πιο τολμηρές σκηνές του Bergman. Ποιος άλλος άλλωστε θα τολμούσε να ξανασμίξει ένα ζευγάρι που έχει υποστεί τέτοια καταστροφή στην αμέσως επόμενη σκηνή (αμέσως επόμενη ενότητα) αδιαφορώντας για το πόσο δυσάρεστο είναι αυτό για τον θεατή και συγκεντρώνοντας το βλέμμα του στην ειλικρινή απεικόνιση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Χρόνια έχουν περάσει από όταν συνέβη ο διαπληκτισμός που κάποτε κατέληξε σε βιασμό και το ζεύγος μάλλον έχει ξεχάσει. Εμείς όμως δεν ξεχνάμε τι συνέβη δευτερόλεπτα πριν... Αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο διαχωρίζει την συνέπεια και την αυστηρότητα του Bergman προς την αλήθεια.

Κι ας γελάει από μέσα του με την αστεία παγίδα που μας έχει στήσει!


Η Marianne παρουσιάζεται από την αρχή ως μία μαζεμένη, σχεδόν φοβισμένη, ήσυχη και κυρίως ευαίσθητη γυναίκα. Αγαπάει τον Johan και πιστεύει ότι αυτό που κάνει μοναδική την σχέση τους είναι η ευκολία στην επικοινωνία τους. Θεωρεί ότι ακολουθούν τον ίδιο τρόπο σκέψης. Τα συναισθήματά της αποφαίνονται αυθεντικά και παρόλες τις ενστάσεις της που αποκαλύπτονται στην πορεία για την σχέση της με τον Johan, παραμένουν αυθεντικά. Θα έλεγε κανείς παραμένει πιστή, αλλά η πίστη αφορά κυρίως μία επιπλοκή του εσώτερου κόσμου της. Μία καλλιεργημένη απ' την παιδική ηλικία της τάση να προσπαθεί μονίμως να ικανοποιεί τους άλλους και αυτοματοποιημένα να αγνοεί την εσωτερική της ανάγκη, την εσωτερική φωνή. Η πρώτη της προσωπική επανασταστική προσπάθεια δεν εκφέρεται όλως περιέργως (αλλά περίτεχνα σκοπίμως) κατά την διάρκεια του χωρισμού της με τον Johan, κατά τον οποίο τελικά υιοθετεί μια πιο αμυντική στάση, αλλά αμεσως αφότου ο Johan φεύγει απ' το σπίτι, παίρνωντας τηλέφωνο έναν φίλο της αναζητώντας συμπόνια. Εν τέλει, καταλαβαίνοντας πως εκείνος ο φίλος γνώριζε για τις ατασθαλίες του Johan, καταλήγει να τον βρίζει με τρόπο που φαίνεται ξένος για αυτήν, εκτονωτικό για την στιγμή εκείνη, με πρωτοφανή αγνότητα όμως από την Liv Ullman.


Η αντίθεση των δύο έγκειται και στον τρόπο αντίδρασης. Ο Johan πρωτοεμφανίζει αντιδραστικότητα νωρίτερα σε μία συνάντηση με μία φίλη και συνάδελφό του στον τόπο εργασίας τους (ένα επιστημονικό εργαστήριο). Εκεί εκφράζει η παλιά του φίλη σαν παράπονο το ότι ο Johan είχε παρατήσει και δεν επεδίωκε πια την επαφή με την παλιά παρέα. Τον τσιγκλάει λέγοντάς του για τα ποιήματα που έχει γράψει ρωτώντας τον γιατί δεν τα έχει δημοσιεύσει ακόμα. Ο Johan προσβάλλεται από τον κάπως απότομο τρόπο της και εκεί βρίσκεται η στιγμή του πρώτου υπαινιγμού ότι τελικά ο χαρακτήρας μας δεν τα έχει τόσο καλά με τον εαυτό του όσο νομίζαμε νωρίτερα. Άλλωστε το καταχώνιασμα των εσωτερικών ανησυχιών αποτελεί, επίσης, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εκκεντρικότητας, όπως περίφημα υποδηλώνει ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου, αγγλιστί “The Art of Sweeping Things Under The Rug” (“Η Τέχνη του να Κουκουλώνεις τα Πρόβλήματά σου” σε ελεύθερα ποιητική μετάφραση).


H πρώτη σκηνή μετά την συνέντευξη του ζευγαριού (στο πρώτο act) απεικονίζει μια βραδιά στο σπίτι της οικογένειας κατά την οποία το ζευγάρι συζητά με δύο φίλους τους, ένα αντρόγυνο με εμφανή τα σημάδια ρήξης. Τα ζευγάρια κάθονται στο τραπέζι χιαστί (ο καθένας δίπλα απ' τον σύζυγο του αντίθετο φύλου του άλλου). Αυτό στήνει μια έξυπνη συνθήκη μιας και το ξένο ζευγάρι ανοίγεται περισσότερο με την συζήτηση και εκφράζει τα προβλήματά του ενώ στον διάλογο των δύο χαρακτήρων παρατηρούμε τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών μας. Έχει ενδιαφέρον αυτή η εναλλαγή αντιδράσεων στα πρόσωπα του Johan και της Marianne. Αρχίζουν να παρατίθενται οι πρώτες νύξεις ασυμφωνίας, ειδικά αν υποθέσουμε την ανεπαίσθητη σύνδεση της Marianne με την Katarina (Bibi Andersson), έστω και νωρίς, φτάνοντας, ίσως, σε αυτό το σκεπτικό θυμώμενοι την ψυχικά εξαρτώμενη σχέση των δύο ηθοποιών στο Persona. Όλως περιέργως, ο Bergman δεν επιμένει περαιτέρω σε αυτή την τύπου αμόρσα λογική. Αντ' αυτού, επικεντρώνεται στα πρόσωπα των δύο επισκεπτών, γίνεται συγκεκριμένος και απομονώνει την προσοχή του θεατή με ίσως αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Θα περίμενε κανείς να εμπλέκεται όλο και περισσότερο ο Johan και Marianne σε αυτό το λεκτικό παιχνίδι των πιωμένων φίλων τους, κάτι που δεν γίνεται, αλλά που μπορεί να αποτελέσει μία διακρικτική προοικονομία για τη συνέχεια. Μιλώντας για διακριτικότητα, η αλληλεπίδραση του άλλου αντρόγυνου καταλήγει ταχύτατα να φτάνει από πείραγμα σε εμπαιγμό. Ίσως να υποδηλώνει με τον τρόπο του ο Bergman πόσο εκτός ελέγχου βγαίνει η κατάσταση, κάτι που οι πρωταγωνιστές μας αδυνατούν να διαχειριστούν. Θυμίζει την σκηνή στο πέμπτο κεφάλαιο “The Illiterates” στο οποίο πρόκειται να υπογράψουν τα χαρτιά του διαζυγίου. Εκεί η διαδικασία αναβάλλεται συνεχώς, περιπλέκεται και καταλήγει να ξεφεύγει ξεκινώντας η αντιπαράθεση με εξίσου παιγνιώδη διάθεση με την σκηνή που προανέφερα αλλά τελειώνοντας με βίαιο και δύσπεπτο τρόπο.


Στη συνέχεια της σκηνής του δείπνου η ατμόσφαιρα καταφέρνει να αποφορτιστεί μερικώς με την αποχώρηση των προσκεκλημένων και των οικοδεσπότων από την τραπεζαρία και την έλευσή τους στο σαλόνι. Εκεί, λίγο πιο χαλαροί, αλλά με το ποτήρι στο χείλος του ξεχειλίσματος, ξεκινούν μια ήρεμη συζήτηση αλλά οι φιλοξενούμενοι την μετατρέπουν γρήγορα σε μία δεύτερη αντιπαράθεση. Σαν να θέλουν να κερδίσουν ο ένας τον άλλον όπως και δήποτε και να μην αρκούνται στην όποια, έστω προσωρινή, συνθήκη ειρήνης.

Αυτή τη φορά οι άντρες κάθονται απέναντι απ' τους άντρες και οι γυναίκες απέναντι απ' τις γυναίκες. Πολλές από τις προβοκατόρικες ενστάσεις του ο Peter (το όνομα του συζύγου της Katarina) τις απευθύνει πλέον στον Johan, συνοδευόμενο από ένα αμήχανο μηδίαμα. Η πρόταση του Bergman σε εκείνη την στιγμή βάζει στο στόχαστρο τον Johan, ίσως απότομα αλλά όχι άκομψα. Όταν αποχωρούν οι καλεσμένοι η Marianne απορεί για την συμπεριφορά των φίλων τους και στη συζήτηση που έχει με τον Johan αποδίδει την ένταση εκείνη στο ότι δεν επικοινωνούν σαν ζευγάρι. Θεωρεί ότι εν αντιθέσει με τους φίλους τους αυτοί μιλούν την ίδια γλώσσα. Αποδεικνύεται στην πορεία ότι αυτή η σκέψη είναι προϊόν άγνοιας του ενός για τον άλλον. Ο τραγικός, απότομος ακόμα και για τον θεατή τρόπος με τον οποίο χωρίζει το ζευγάρι φαίνεται σχεδόν κωμικός. Αυτό επιδιώκει και ο ίδιος ο Bergman. Ο φωτισμός του Sven Nykvist δημιουργεί μια ατμόσφαιρα θαλπωρής στο σπίτι, όταν ο Johan επιστρέφει για να της ανακοινώσει τα νέα, ότι ερωτεύτηκε κάποια άλλη και θα φύγει μαζί της. Παράδοξο το γεγονός ότι αρχίζει να ανακαλύπτει πραγματικά ο ένας τον άλλον αφότου χωρίσουν. Τα επόμενα κεφάλαια από εκείνο της Paula (3ο κεφάλαιο) είναι η αρχή της ανάλυσης αυτής της σχέσης, της αλήθειάς της. Οποιαδήποτε υπεκφυγή είναι ανεπιθύμητη για τον Bergman. Η ταινία μέχρι και τον καβγά γίνεται όλο και πιο αποπνικτική αλλά δείχνει και σημάδια ανθρωπιστικά, τόσο που η πορεία της πλοκής μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο του καθενός και να διεισδύσουμε στην διπολική τους προσωπικότητα.

Η τρομακτική διαπίστωση του Immanuel Kant ότι “Ο γάμος είναι η ένωση δύο ανθρώπων διαφορετικών φύλων με σκοπό την απο κοινού κατοχή των σεξουαλικών χαρακτηριστικών του καθενός από τον άλλον για την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής τουςβρίσκει σημαντική αναφορά στο έργο του Bergman με έμφαση στην χρηστικότητα των μοντέρνων σχέσεων ατομικιστικής ικανοποίησης. Έτσι και στην περίπτωση της σχέσης του Johan με τη Marianne ο φόβος της διαμάχης είναι μονίμως παρών και η εγωιστική διάθεση υποβόσκει κάτω από το περίβλημα, το οποίο ζαρωμένο πλέον δεν αντέχει για πολύ την έλλειψη ενσυναίσθησης και την διάθεση για προσπάθεια να προχωρήσει μία σχέση ανεξάρτητα από τα καθημερινά εμπόδια που την διακατέχουν. Στην περίπτωση των ηρώων μας το ζευγάρι αποφασίζει (ο καθένας για τον λόγο του) να μην ρισκάρει να τσαλακώσει την σχέση με σκοπό την κατανόηση της άλλης πλευράς και την επιχείρηση προσωπικής έκφρασης, το τελευταίο όντας αναπόσπαστο στοιχείο μιας σχέσης εμπιστοσύνης. Με το να απέχουν από την προσπάθεια υποστήριξης και έκφρασης των βαθύτερων αναγκών τους, ο Johan και η Marianne συσσωρεύουν εσωτερικά βαρίδια τα οποία αφού αδυνατούν να βρουν φωνή παγιδεύονται και εκρήγνυνται σε μία κατάσταση έντονης πίεσης κάτι που σηματοδοτεί συχνά το ανάρμοστο τέλος μιας σχέσης.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην σκηνή της υπογραφής του διαζυγίου. Η εύθυμη, σαρκαστική διάθεση των δύο σε εκείνη την φάση ανατρέπεται βιαίως όταν ο Johan επιτίθεται στην Marianne δείχνοντας της ότι έχει πέσει τόσο χαμηλά που ενώ παραδέχεται την αδυναμία του, αρνείται κατηγορηματικά να υποκύψει στις παραδοχές της πρώην του, τις οποίες αντιλαμβάνεται σαν προσβολές, απειλές προς την αξιοπρέπειά του. Αδυνατεί (ειδικά όσο πίνει) να διατηρήσει την ψυχραιμία που προσπαθούσε να ξεγελάσει ότι έχει στην αρχή του διαλόγου και ανταποδίδει με λεκτικά πυρά που κυρίως σκοπό έχουν περισσότερο να τιμωρήσουν παρά να ξεδιαλύνουν το πρόβλημα. Αναφορές στη σχέση τους από τον ίδιο θυμίζουν την σκηνή χωρισμού στον οποίο εκείνος μετά από κάποια λεπτά δισταγμού αποσυναρμολόγησε όλη τους τη μέχρι τότε σχέση. Η διαφορά στην σκηνή του διαζυγίου είναι ότι, πλέον, η Marianne δεν υιοθετεί αμυντική στάση. Φαίνεται ότι βρίσκεται σε μία περίοδο απελευθέρωσης από τα δικά της δεσμά. Δεν αποδέχεται μόνο το ενοχικό κομμάτι του χαρακτήρος της αλλά διεκδικεί την ίδια της τη θέση στην σχέση τους, φέρνωντας παραδείγματα όπως την ερωτική τους ζωή για την οποία μάταια ο Johan θεωρούσε ότι μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν την φτώχεια που επικρατούσε στη σεξουαλική τους επαφή. Σε αυτό η Marianne απαντά με πνεύμα: “Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να ήταν τόσο χάλια...”. Το αν ο σκοπός ήταν να θίξει δεν το γνωρίζουμε, αλλά καταλαβαίνουμε την ανάγκη της Marianne να εκφέρει μία καταδική της άποψη κι ας φέρει νέα μάχη στο προσκήνιο. Καταλαβαίνουμε σε εκείνη την στιγμή την πίεση που ασκείται στον Johan. Πως κάποιος τολμά να τον εκθέτει τόσο και να δείχνει συνάμα απίστευτα κατασταλαγμένος...; Μιλώντας για τόλμη αποτελεί εξίσου θαρραλέα άσκηση το να ταυτιστεί κανείς με τον Johan. Θα είναι ειλικρινές το να παραδεχτούμε ότι καταλαβαίνουμε την πονεμένη ψυχή κάποιου Ρασκόλνικωφ πριν τη μοιραία κατάληξη. Παρόλα αυτά, ο Bergman πηγαίνει πιο βαθειά. Δεν θα κάνει παραχωρήσεις όσον αφορά την κατάληξη αλλά θα δώσει όπως θα δούμε στη συνέχεια μια δεύτερη ακόμα δυσκολότερη ευκαιρία στον θεατή να αναθεωρήσει το κακό που μόλις αντίκρισε. Το αποτελέσμα ίσως είναι αποκαλυπτικό...

Πριν συνεχιστεί η ανάλυση της εξέλιξης της σκηνής, καλό θα ήταν να αναφερθεί μία προηγούμενη στιγμή, εκείνη της επανασύνδεσης του ζευγαριού μετά την φυγή του Johan στο κεφάλαιο “Paula”. Την ημέρα που επιστρέφει ο εκ πρώτης όψεως καταβεβλημένος Johan μετά από μήνες στο σπίτι βρίσκεται απέναντι σε μία ανανεωμένη Marianne. Εκπληκτικό το να την βλέπει κανείς έτσι, γνωρίζοντας ότι έχει προηγηθεί η καταστροφή των ονείρων της από την απόφαση του Johan να την (τους) εγκαταλείψει. Μετά από μία ήρεμη συζήτηση αποκαλύπτεται η διάθεση του Johan να ξανασμίξει με την πρώην του. Εκείνη προσπαθεί να μην επηρεαστεί από εκείνα τα επιπόλαια συναισθήματα τα οποία όμως συνάδουν με τα δικά της. Θεωρεί ότι είναι καλύτερο να διατηρηθούν οι απαιτούμενες αποστάσεις και εκφράζει αυτή της την επιθυμία με ευγένεια. Εν συνεχεία, εφιστά την προσοχή του κουρασμένου Johan και ξεκινά να του διαβάζει ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό της. Ο Johan δείχνει ενδιαφέρον και εκείνη αρχίζει να αφηγείται σημαντικά για εκείνη κομμάτια της παιδικής της ηλικίας. Κατά την εξιστόρηση παρακολουθούμε σκηνές από την επίπονη παιδική της ζωή ενώ αυτή αφηγείται το πως διαμορφώθηκε ο τωρινός της χαρακτήρας, ένας χαρακτήρας που βασίζεται στην αποδοχή από τους άλλους και την αγνότητα της συντροφικότητας που λαχταρά. Σε κάποια από τις εικόνες αναδρομής στο παρελθόν της ο Bergman πανέμορφα σπάει τον τέταρτο τοίχο α λα Persona με την ίδια φαντασία που μεταμόρφωνε την σκηνή στην ταινία εκείνη, όπου η Bibi Andersson αγκαλιασμένη με την Liv Ullman κοιτάζονται στον καθρέπτη της ψυχής τους, ανήκουν στον ίδιο κόσμο. Έτσι κι εδώ, ζούμε οι ίδιοι οι θεατές το παρελθόν της, γνωρίζουμε τον χαρακτήρα μέσω της δικής μας εμπειρίας, ταυτιζόμαστε με το αινιγματικό βάθος που εκπέμπει το βλέμμα της Marianne, σαν σε πίνακα προσωπογραφίας. Η εναλλαγή των εικόνων στο μοντάζ δίνει την αίσθηση ροής μιας ψευδαίσθησης, μιας σουρρεαλιστικής εικόνας παραμυθικού χαρακτήρα, όπως εκείνος ο περίτεχνος τρόπος με τονοποίο ο Bunuel συνέδεσε την τρομακτική αφύπνιση των ονείρων με την ζοφερή πραγματικότητα της εγκληματικότητας δίνοντας στην δύναμη των ονείρων άλλες διαστάσεις στο “Los Olvidados”. Αυτή η έμπνευση του Bergman σε συνεργασία με την πρωτότυπη ματιά του Nykvist προσφέρει ένα διάλειμμα από την χρηστική-διεκπεραιωτική πλευρά των γεγονότων και φέρνει για πρώτη και πρότελευταία φορά στο τράπεζι την ίδια την μεταφυσική ανησυχία. Η Marianne διακόπτει την αφήγηση και συνειδητοποιεί ότι ο Johan έχει αποκοιμηθεί. Είναι μόνη της σε αυτό. Η ύστατη μεταφυσική πλευρά των πραγμάτων που δυστυχώς δεν αφορά την σχέση, την συνύπαρξη αλλά αποτελεί μία συνομιλία της Marianne με τον εαυτό της. Μία προσπάθεια για εσωτερική ανακωχή.

Αυτή την παραδρομή την κάνω για να υπενθυμίσω την ανάγκη της Marianne να ακουστεί. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον το γεγονός ότι επιλέγει να ακουστεί από τον Johan. Απόδειξη αρχικά ότι τον αγαπάει ακόμα αλλά και κατά δεύτερον πίστη στο ότι εκείνος μόνο μπορεί να την καταλάβει. Τυφλή πίστη σε έναν άνθρωπο του οποίου ο χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί ριζικά μπροστά μας, αλλά η Marianne τον γνωρίζει καλύτερα, ή τουλάχιστον γνωρίζει τις δυνατότητές του, οι οποίες δυσαρέστως φαίνεται να έχουν σπαταληθεί στην προσπάθειά του να αλλάξει την ζωή του. Εκείνος ο ευγενικός κύριος που παρατηρήσαμε σε πολλές φάσεις των πρώτων κεφαλαίων, τώρα ψάχνει απεγνωσμένα εξιλέωση, καταφέρνωντας μέσω του εγχειρήματός του αυτού να δοκιμάζει την υπομονή ενός θεατή που εύλογα κινείται όσο προχωρά το έργο σε τεντωμένο σκοινί, αναπροσαρμόζει τα όριά του με στόχο την “επιβίωση” και εύχεται ψυχική ηρεμία για την Marianne ενώ λυπάται για την πορεία οπισθοδρόμησης του συζύγου της.


Επιστρέφωντας στην σκηνή του επίσημου διαζυγίου, ο Johan αποκαλύπτει στην Marianne ότι έχει βαρεθεί την Paula, υπονοώντας έμμεσα ότι δεν θα ήθελε να τερματίσει τον γάμο τους. Φυσικά αυτό δεν το παραδέχεται όταν συνειδητοποιεί ότι η Marianne προέβλεψε αυτή του την αντίδραση και δεν υπέκυψε στην αυτολύπηση που επιδείκνυε ο άντρας της. Καταλαβαίνωντας ο Johan πως δεν μπορεί εκείνη τη στιγμή να εκμεταλλευτεί την ευαισθησία που γνώριζε ότι διέπει την ίδια τη φύση της Marianne προβαίνει σε μία σταδιακή δήλωση της απελπισίας του, μια απελπισία μοναξιάς. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η μοναξιά με την Paula είναι χειρότερη από το να μένει τελείως μόνος του, ένας κωμικοτραγικός τρόπος να υποδείξει πόσο μακριά μπορεί να βρίσκεται μία “σχέση” από την επίλυση εξατομικευμένων προβληματισμών. Η Marianne δεν συγκινείται αλλά αναγνωρίζει το σκηνικό στο οποίο βρίσκεται όπως αναφέρει αργότερα. Γνωρίζει που μπορεί να οδηγήσει η συμπεριφορά του Johan και καλεί ταξί για να φύγει από το περιβάλλον έντασης. Ο Johan την κλειδώνει και με την καταπληκτική υποκριτική ικανότητα του Erland Josephson μπαίνει στη διαδικασία εκτόνωσης των αποθυμένων του. Πλέον ο χώρος δεν μοιάζει διόλου φιλόξενος. Αντικαθίσταται από στεγνούς από χρωματισμούς τοίχους, η κάμερα του Nykvist χάνει την συγκέντρωσή της, σπάει νοητά κατευθυντήρια ρακόρ και παγώνει τον χρόνο, για μια τελευταία φορά, πριν την πολυαναμενόμενη καταιγίδα. Τελευταίο κάδρο συντήρησης μιας

ψυχραιμίας εκείνο με τον Johan να κάθεται δεξιά με ανοιγμένα ανυπόμονα πόδια κοιτάζωντας την Marianne η οποία προσπαθεί να διατηρήσει την ηρεμία της ψάχνοντας βολική θέση στον καναπέ. Λέει η Marianne: “Έχω συμβουλέψει πολλές γυναίκες να μην μένουν μόνες τους με τον εκνευρισμένο σύζυγό τους λίγο πριν το διαζύγιο, αλλά δεν περίμενα ποτέ πως θα συνέβαινε σε μένα”. Ίσως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, μιας και το τελευταίο που χρειαζόταν ο Johan είναι το θίξιμο του αντρισμού του. Ο Johan χάνει τον έλεγχο και επιτίθεται στην Marianne. Κατάπληκτη η Marianne προσπαθεί να αμυνθεί αλλά μάταια. Το πρώτο σοκ περνάει και η Marianne με ματωμένη μύτη προσπαθεί να αντεπιτεθεί, αφού εκείνος ακόμα δεν της επιτρέπει την έξοδο. Η οργή του Johan φτάνει στο ζενίθ της και έτσι ρίχνει την γυναίκα του κάτω και την κλωτσάει, για λίγα δευτερόλεπτα αλύπητα. Σταματά και κλαμμένος αντιλαμβάνεται την πράξη του αλλά είναι πλέον αργά. Το σκηνικό έχει μετατραπεί σε πεδίο πολέμου με την κάμερα κοντά στα πρόσωπα για να τονίσει την πρωτόγνωρη δυσκολία του ζευγαριού, το οποίο καταρρίπτει πια καθετί είχε χτίσει η σχέση τους, κομματιάζει κάθε εναπομένουσα αξιοπρέπεια, εξαλείφει οποιαδήποτε χαριτωμένη στιγμή θυμόμασταν από το ζευγάρι.

Το παραπάνω επίτευγμα του Bergman φαντάζει για πολλούς κοινότοπο αν και έντονο λόγω της δυναμικής σκηνοθεσίας, αλλά πετυχαίνει τελικά ένα πιο διαφωτιστικό αποτέλεσμα, ακριβώς γιατί ο ρεαλισμός δεν έγκειται μόνο στην κοινωνική πλευρά των πραγμάτων αλλά και στην αντιπροσωπευτική (αντίληψη ομοειδών, αναγνώριση συναισθημάτων). Το περίτεχνο πέρασμα από την πολεμική στάση του Johan, με το χαρακωμένο πρόσωπο που αναζητά εκτόνωση μέσα στον πανικό του, στην κατάσταση κατάρρευσης βλέποντας τι είναι ικανός αυτός και το εγώ του να κάνουν όταν ο ίδιος του ο εαυτός δεν σημαίνει τίποτα πια για αυτόν. Η εκφραστική ιδιαιτερότητα της απλότητας του Erland Josephson και η επιμονή του Bergman στο να ακολουθεί κάθε κίνηση του προσώπου κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού αποτυπώνει την διπολικότητα που κατοικεί στο ανθρώπινο είναι. Προσκαλεί την τρομακτική μετάβαση από την κοινωνία των σχέσεων στην ακοινωνησία των ορμέμφυτων, με τον άνθρωπο έρμαιο των σαρκοφάγων ενστίκτων του, πρόδρομο των καταστροφών.

Ο Bergman μπορεί να μην προβάλλει συχνά μέσα σε αυτό το έργο την ανθρώπινη γλυκύτητα σαν συμπεριφορικό πυλώνα της ζωής αλλά τολμά να φτάσει το ήδη υπάρχων στα άκρα μεταβιβάζοντας την δράση από επικίνδυνα μονοπάτια σε οάσεις, μετατρέποντας έτσι τις εν λόγω οάσεις σε ερήμους διαστροφής. Πρέπει να αναφερθεί, παρόλα αυτά, ότι στο εγχείρημά του αυτό απειλείται η εμπέδωση τον ενοχικών στοιχείων από ανθρώπους βαθειά πληγωμένους από την τάση αυτοαπόρριψης. Προφανώς αυτός δεν είναι λόγος για τον Bergman για να μην παρουσιάσει την αλήθεια, αποτελεί όμως εναρκτήριο λάκτισμα για να κατανοήσει κανείς πως από τη σύνδεση του αληθούς με την δραματουργική διάθεση ανθρωπισμού μπορεί να επιτευχθεί η προσπέλαση πτυχών της ανθρωπότητας βαθειά παρεξηγημένων αλλά και άρρητα φυσιολογικών. Αυτό φυσικά δεν απομυθοποιεί κάποια αλήθεια αλλά ίσως να μπορεί να προχωρήσει την αντιληπτική μας ικανότητα.

Άλλωστε ο Bergman επιδιώκει κάτι διαφορετικό με το να λήγει την σκηνή του ξυλοδαρμού με την ανακωχή της υπογραφής του διαζυγίου. Ο Johan έχοντας καταλάβει τι έκανε μόλις, προχωρά στο να υπογράψει πρώτος την αίτηση. Συνεχίζει η καταπονημένη ψυχικά και σωματικά Marianne που όμως φαίνεται ταυτόχρονα ανακουφισμένη. Δεν ανταλλάζουν κάποια επιπλέον ύβρις. Το κεφάλαιο τελειώνει και πριν καλά καλά ο θεατής χωνέψει τού πλασάρεται η επανένωση του ζευγαριού (όπως ανέφερα στην πρώτη παράγραφο ¨πλέον ως παράνομο ζευγάρι”). Στην πιο απότομη αλλαγή σκηνικού μετά την σκηνή σεξουαλικού innuendo του τρένου που εισέρχεται στο τούνελ στο “North By Northwest”, οι παντρεμένοι με άλλους τώρα πια Johan και Marianne κυνηγιούνται σαν στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, περιχαρείς που είναι μαζί και εμείς φανταζόμαστε τον Bergman να γελάει σε μία γωνία, αυτή τη φορά με την αστειότητα των ανθρώπων. Είναι όντως αστείο, αν βάλει καθείς από εμάς στην εξίσωση το πόσες φορές στη ζωή του έχει αλλαξοδρομήσει (ιδεολογικά, συναισθηματικά ή και πρακτικά). Εδώ παρατηρούμαι την μεταβολή και βλέπουμε μέσα από την πολυπλοκότητά μας. Παρατηρούμαι καλύτερα και βλέπουμε ότι φτάνοντας στο παλιό τους σπίτι, ο Johan παρκάρει το αυτοκίνητο ακριβώς στο σημείο που τον είδαμε να φεύγει στο παρελθόν όταν είχε αποφασίσει να αφήσει την γυναίκα του για την μικρούλα Paula. Μας φαίνεται αδιανόητη η επιστροφή στον “τόπο του εγκλήματος” υπ' αυτές τις συνθήκες. Κι όμως, συμβαίνει...


Μπαίνοντας στο σπίτι τα φαντάσματα του παρελθόντος, στοιχειωμένα καθώς έχουν, φέρνουν αναμνήσεις των οποίων η ομορφιά έχει χαθεί μέσα στο χάος μιας ζωής που ματαιώθηκε μια για πάντα. Τώρα σαν ξένοι επιστρέφουν στο άλλοτε σπίτι τους και τα βλέμματά τους μαρτυρούν την συγκίνησή τους. Τα μάτια του Johan χαμένα στον οριζόντα των τοίχων αναβιώνουν το λάθος του. Σαν παιδί και τότε, σαν παιδί και τώρα. Η ρομαντική ματιά της Marianne κρύβει μία σιωπηλή θλίψη. Παρακολουθεί τον Johan καθώς αυτός περιεργάζεται τον χώρο σαν να παρατηρεί την αντίδραση ενός παιδιού που ανακαλύπτει το καινούργιο του δωμάτιο. Ο χώρος δεν θυμίζει πια αυτό που γνωρίσαμε τότε αλλά στενεύει τον λαιμό μας καθώς αυτός καταπίνει ακόμα τις σκηνές από έναν γάμο που μοιραία έσβησε εν μία νυκτί. Θυμούνται την σκηνή της γνωριμίας τους σαν να την ξαναζούν για πρώτη φορά (όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό). Προκειμένου να σπάσουν την καταθλιπτική αμηχανία αποφασίζουν (με προτροπή του Johan) να ζητήσουν από έναν παλιό τους φίλο να τους παραχωρήσει ένα κοντικό εξοχικό του (το οποίο βρίσκεται κοντά στο σπίτι τους).


Φτάνουν σε εκείνο το σπίτι και με παιδική αφέλεια προσπαθούν να ξαναγνωριστούν. Μοιάζουν με φοιτητές σε ένα φοιτητικό σπίτι-αχούρι, χωρίς έγνοιες, που αναζητούν πάλι την όρεξη για ζωή, την αγνή απόλαυση της πρώτης γνωριμίας και των πρώτων ερωτικών χτύπων της καρδιάς. Όμως είναι διαφορετικοί. Δύο μεσήλικες συνυφασμένοι με την εμπειρία συμβίωσης με όλες της τις ατέλειες, ψάχνουν να ξαναβρούν εκείνο το σημείο τομής που κάποτε σημάδευε της ψυχές τους, την κοινή τους πορεία. Όταν ο Johan τραγουδά σφυρίζοντας η Marianne τον κοιτάει με θαυμασμό (πάλι σαν μάνα), δακρύζει αντικρίζοντας την χαμένη της αγάπη που πλέον “Έχει συρρικνωθεί” όπως ταπεινά του αναφέρει.


Ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου “Στη Μέση της Νύχτας σε Ένα Σκοτεινό Σπίτι Κάπου Στον Κόσμο” πανέμορφα σηματοδοτεί την απαλλαγή απο κάθε χρηστική και συμπεριφορική αναγκαιότητα. Είναι η ύστατη μεταφυσική στιγμή. Η άφιξη στην δική τους εκκλησία. Είναι το ίδιο το είναι. Δύο ψυχές που έχουν να χωρίσουν έναν σωρό από επίγειες διαφορές ξαναβρίσκονται σε κοινά άγνωστο έδαφος μία χειμωνιάτικη νύχτα για να αναβιώσουν την αίσθηση του έρωτα, ο οποίος δεν υπακούει σε καμιά σύμβαση, σε καμία αδυναμία να υπογράψεις κάποιο διαζύγιό σου, λες και υπογράφεις την καταδίκη σου. Ακόμα δέσμιοι της αδύναμης ψυχής τους οι δύο άνθρωποι δεν μεταμφιέζονται αλλά απογυμνώνονται για πρώτη φορά με την αγάπη δυσνόητο οδηγό. Η πίστη τους σε εκείνο το μεγαλύτερο, εκείνο το μεγαλείο της ίδια της σχέσης η μόνη αρχή. Η δική τους αρχή. Μέσα στα σκοτάδια και με κέρινο φως να ζώνει τους έκπτωτους αυτούς αγγέλους, τις ταλαιπωρημένες αυτές υπάρξεις, συζητούν ακόμα τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, τώρα υπό άλλους όρους, υπαρξιακά επί ίσοις όροις, με μόνο να μοιραστούν. Ένας εφιάλτης ξυπνά την Marianne και αυτή τρομαγμένη χώνεται στην αγκαλιά του Johan. Τον ρωτά: “Είναι μήπως πολύ αργά;”. Εκείνος της απαντά: “Ναι. Αλλά δεν πρέπει να τα λέμε αυτά, παρά μόνο να τα σκεφτόμαστε.”. Η υπαρξιακή της συνείδηση συνεχίζει: “Γιόχαν. Μήπως έχουμε χάσει κάτι σημαντικό;” Συμπληρώνει το σπαρακτικό: “Κάποιες φορές με θλίβει που δεν μπόρεσα να αγαπήσω ποτέ κανέναν. Δεν νομίζω ότι έχω αγαπηθεί ποτέ κιόλας. Η σκέψη αυτή με διαλύει.” OJohan την “διορθώνει” με πνεύμα: “Γίνεσαι δραματική τώρα. Εγώ σ' αγαπώ με τον αλλαζονικό μου τρόπο. Και εσύ νομίζω πως μ' αγαπάς με τον δικό σου γκρινιάρικο, ενοχλητικό τρόπο. Αγαπάμε ο ένας τον άλλον με έναν γήινο και ατελή τρόπο. Απλά εσύ είσαι απαιτητική.” Τελειώνει: “Αλλά εδώ είμαστε, στη μέση της νύχτας, χωρίς πολλές φανφάρες, σε ένα σκοτεινό σπίτι κάπου στον κόσμο, ξαπλωμένοι με τα χέρια μου γύρω σου και τα χέρια σου γύρω μου. Δεν είμαι o πιο συμπονετικός άντρας. Δεν καταλαβαίνω τον τρόπο που αγαπώ. Αλλά αν συνεχίσουμε να γκρινιάζουμε η αγάπη μας θα εξατμιστεί.” Πέφτουν για ύπνο... Η έννοια του “μαζί” σπάνια περνάει από τόσες έντονες φάσεις και καταφέρνει να αναζωογονηθεί μέσα απ' τις στάχτες. Μας αναστατώνει η κακουχία που πέρασε, μας ανατροφοδοτεί όμως για να καταλάβουμε καλύτερα το μέσα μας. Αυτή την φορά σαν πρόσωπα.


Αναστασίου Γιώργος

47 views0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page