top of page
  • Writer's pictureGiorgio

White Nights (1957)

Updated: Nov 21, 2022

Πόσο σαγηνευτική η ματιά του Visconti όταν καταφέρνει να κατασκευάσει ένα τέτοιο περιβάλλον ρομαντικής μελαγχολίας... Ο Visconti στις “Λευκές Νύχτες” (1957) αναβαθμίζει το διήγημα του Ντοστογιέφσκι χτίζοντας ένα γοτθικό μυστηριακό γραφικό τοπίο με παρακμιακές σχισμές που αντηχούν όμως συναισθηματικούς κόσμους. Μοιάζει με μία Βενετία απόκληρων, στην πραγματικότητα όμως αντανακλά το εσωτερικό τρεμόπαιγμα εκείνων των ονειροπόλων ψυχών που τόσο εύμορφα παρίστησε ο Ντοστογιέφσκι. Κατηγοριοποιημένο στις πιο ανάλαφρες ιστορίες του κλασικού λογοτέχνη, το διήγημα αυτό παραμένει υποτιμημένο. Υποτιμάται ίσως ακόμα η μη φλύαρη αυτή πτυχή της αγνότητας του Ντοστογιέφσκι κατά την οποία ένας άντρας συναντά μία γυναίκα και μαζί ξεμπλέκουν το κουβάρι των ενδότερων αναγκών τους. Απογυμνώνουν την αλήθεια τους ο ένας στον άλλον σε μία ιστορία με την ωριμότητα αλλά και την φαντασιακή δύναμη που χρειάζεται για να ειπωθεί ένα μυστικό που αναπηδά συνεχώς μεταξύ ανάγκης έκφρασης ερωτισμού και επιβεβαίωσης της αξίας του ενός μέσω του άλλου.


Μέσω της σουρρεαλιστικής σκοτεινής ατμόσφαιρας ο Visconti ανανεώνει την οπτική του μύθου δίνοντας στον Mario (Marcelo Mastroianni) και την Natalia (αντί για Νάστενκα, την οποία υποδύεται η Μaria Schell) μια συνεσταλμένη αθωώτητα που αναπλάθεται σταδιακά σε μία μορφή εξομολογητικής απελευθέρωσης. Το πετυχαίνει διατηρώντας τα σημαντικότερα ανθρώπινα στοιχεία των πρωταγωνιστών (οι δύο μοναδικοί οναματισμένοι χαρακτήρες του έργου), τα οποία ο Visconti αναγνωρίζει σαν αξιοθαύμαστα, ενώ εμπλέκει και ίχνη σύγχρονων ανησυχιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αποκαλυπτική σκηνή στην γέφυρα που ξεφεύγει απ' το διήγημα με σκοπό να αναδείξει βαθύτερες ανθρώπινες ψυχικές επάλξεις στις οποίες δίνεται φωνή. Σε εκείνη την ακολουθία σκηνών από το σκηνικό του αποχωρισμού μέχρι την έλευση της μετέωρα περιπλανόμενης γυναίκας που ψάχνει για συντροφιά επικρατεί κάτι απαράμιλλο στην ατμόσφαιρα. Η θολότητα που αναδύεται μέσω της υγρασίας, η αποτύπωσή της σε κάθε επιφάνεια του ρυθμού του χώρου παραλλάσει πλήρως την φωτιστική ευκρίνεια. Όλα κρέμονται από μια κλωστή και τα συναισθήματα του Mario εξωτερικεύονται με έναν τρόπο αθάνατο. Αποτελεί το σημείο καμπής της σχέσης του με την Natalia. Ο Mario χάνεται μέσα στην ιμπρεσσιονιστική αυτή άχνη και παραδίδει τα χαλινάρια του έρωτά του στο ίδιο το συναίσθημα. Γίνεται ένα με την καταιγίδα η οποία έχει φτάσει στο τέλος της αλλά έχει αφήσει πίσω της το ύστατο ψεγάδι του ανεξήγητου έρωτα αποτυπωμένου σε σταγονοειδής πινελιές πάνω σε γυάλινο καμβά, τοπίο ακράδαντης μελαγχολικής ομορφιάς. Μέσω της ζωηρότητας της ποίησης του σκοταδιού διακρίνονται γλυκές πληγές προσώπου φλογερού εύκολα αναγνωρι-σμένου από συγκινησιακά ευερέθιστο μάτι. Είναι αυτή η εσωτερική σύγκρουση που αναδεικνύεται από την μοναδικότητα ρίγμενη μέσα στο ίδιο το υπόβαθρο, φόντο σχεδόν πουαντιγιστικού πίνακα, με τις απολήξεις του σε κάθε μέρος του καμβά, απ' τον οποίο όμως προκύπτει μια πρωτόγονη ομοιογένεια. Η μουσική σαν μελοδραματική συνοδεία, κορυφώνεται οπερατικά την στιγμή που ο Mario σκίζει και πετά το γράμμα. Διακρίνεται ξωπίσω του, με την μορφή της γυναίκας-περιπατητή στα σκοτεινά μοναχικά σοκάκια, η συνείδηση της συντροφικότητας και του συχνά εγωιστικού τρόπου επίτευξής της. Η μουσική καθησυχάζεται και εν τέλει καθιζάνει στην θέαση της φιγούρας της γυναίκας σε ένα γενικό πλάνο που αποπνέει υπαρξιακή διαχρονική απομόνωση.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση της ουσιαστικής σχέσης μέσω της αναπάντεχης συνάντησης δύο ανθρώπων. Ο ένας (Μario) συναισθηματικός ιδεαλιστής ενός “μεγαλεπήβολου σχεδίου” που αντικατοπτρίζει τα βιώματα και την ανάγκη του να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ο άλλος (Natalia) μία αθώα νεαρή κοπέλα με καταπιεσμένη παιδική ηλικία λόγω περιορισμών από την γιαγιά της, που ερωτευμένη περιμένει την επιστροφή του μοναδικού άντρα που αγάπησε ποτέ. Η συσχέτιση αυτή των χαρακτήρων είναι σημαντική γιατί εξηγεί περίτεχνα τις εννοιες της πραγματικής ανάγκης, της προσαρμογής στις καταστάσεις και της εύθραυστης αντίληψης της πραγματικότητας από τον απλό ευαίσθητο άνθρωπο. Με το τελευταίο νοείται η όποια απρόσμενη αλλαγή στον συναισθηματικό κόσμο μιας μοναδικότητας, η απελευθέρωση βαθύτερων αναγκών που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να εκδηλωθούν. Μία φιλική προδιάθεση εύκολα μετατρέπεται σε ερωτική επιθυμία μέσα από μία τέτοια συνθήκη στην οποία τα πρόσωπα εμπιστεύονται το ένα το άλλο, χωρίς να ακολουθούν απαραίτητα την ίδια γραμμή πλεύσης. Σαν μία υπέρτερη δύναμη να δεσμεύει τον απώτερο σκοπό ο οποίος δεν θα αργήσει όμως να φανερωθεί. Όταν αποκαλυφθεί εκείνο, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ουσία της ζωής του, τον πιο ζωντανό θάνατο. Το ύψιστο αποδεικτικό θνητότητας η ανάγκη για έρωτα και η αναγκαστική άφεση της ανάγκης εκείνης.

Σε μία χαρακτηριστική σκηνή η Natalia αφηγείται στον Mario την ιστορία της ημέρας που ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον έρωτα της ζωής της. Η κάμερα απομακρύνεται από το δίδυμο και αργά και σταθερά μέχρι που η Natalia τυλίγει το χέρι της γύρω από το δικό του και αρχίζουν να περπατάνε μαζί. Την στιγμή της λήξης του δεξιού βήματος της Natalia το πλάνο κόβεται και το βήμα εκείνο συγχρονίζεται με την κίνησή της στα σκαλιά του σπιτιού της στο παρελθόν. Διατηρεί το ηλιόλουστο βλέμμα της με την φωνή πλέον σε μορφή αφήγησης να πλαισιώνει την μοναδική εκείνη ανάμνηση που εκτυλλίσεται μπροστά μας, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα μετρικού μοντάζ χαμηλού ρυθμού που συγκρατεί τα ρακόρ θέσης με τον ίδιο τρόπο που συγχωνεύει τα δύο πλάνα μέσω της λαμπρότητας του προσώπου της Natalia, εντείνεται η φαντασιακή μας αντίληψη της κατάστασης μέσω της μουσικής. Η γαλήνια συνοδεία της ορχηστρικής μουσικής αποτυπώνεται πάνω στην όμορφη εκείνη στιγμή που μοιάζει εύθραυστη. Μπαίνοντας στο σπίτι παραμένει η ονειρική εικόνα. Κινείται σαν παιδί μέσα στο διαμέρισμα του ενοίκου της ανακαλύπτοντας τον κόσμο του. Είναι η πρώτη φορά που παρατηρεί τον κόσμο ενός άλλου. Η πρώτη της παράκαμψη από τον μονόδρομο που ακολουθεί λόγω της γιαγιάς της. Κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει έναν άνθρωπο που αρχικά αναγνωρίζει τον ενθουσιασμό του για την έλευση αυτού του μοναδικού συναισθήματος. Αργότερα παρατηρεί μία ανασφάλεια για τον ερχομό αυτού του νέου πράγματος αλλά επιμένει στον ενθουσιασμό της. Ένα άλλο μικρό καθρεφτάκι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι την απεικόνιζει σε ένα low-angle shot ενώ ένας άλλος καθρέφτης από τον απέναντι τοίχο διαγράφεται μέσα από τον κεντρικό καθρέφτη, δημιοργώντας μία αίσθηση mise en abyme, συμβολίζοντας της πολλές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να παρατηρηθεί η προσωπικότητά της. Με ένα χαμόγελο γυρίζει και κατευθύνεται στον καθρέφτη του απέναντι τοίχου (εξακολουθεί να καθρεφτίζεται αχνά, μονάχα μία τούφα των μαλλιών της ενώ ένας άλλος στρογγυλός καθρέφτης καταγράφει για ένα δευτερόλεπτο την κίνησή της, το πέρασμα από τη μία πλευρά του δωματίου στην άλλη. Το πλάνο κόβεται και το διαδέχεται ένα άλλο που φαίνεται να καταρρίπτει, να διατηρεί και να αναοριοθετει τα ρακόρ θέσης και κατεύθυνσης παντελώς. Το πλάνο δείχνει τον άντρα (Jean Marais) να εισέρχεται στον χώρο. Η μουσική σβήνει. Έχοντας σπάσει τον κανόνα των 180 μοιρών η προηγούμενη θέση της Natalia αντικαθιστάται από την θέση εισόδου του άντρα. Ταυτόχρονα η ίδια η τελευταία θέση της Natalia (αν θέσουμε ως βάση της οπτικής μας σταθεράς τα μαλλιά της) ανταποκρίνεται στην αμυδρή απεικόνιση της σε έναν τέταρτο καθρέφτη κυκλικό που παρουσιάζεται δίπλο από τον προηγούμενο μικρότερο κυκλικό. Τα σχήματα παίζουν τον ρόλο τους και οι αντιθέσεις αποπνέουν μια απόμακρη ασυμμετρία, που μπερδεύει όσον αφορά το πως είναι φορτισμένη η ατμόσφαιρα. Στο συγκεκριμένο όμως πλάνου της εισόδου του άντρα περισσότερη σημασία έχει η στάση στην οποία πετυχαίνουμε την Natalia στο καθρεφτάκι. Φαίνεται σαν να έχει τυλιχτεί ώστε να χωρέσει στο κάδρο του καθρέφτη, σαν σε εμβρυακή στάση, εκπέμπει μία θλίψη. Είναι χαμένοι στα βιβλία που έχει ακουμπισμένα ο άντρας στο έπιπλο. Η αντιστοίχιση όμως αυτή δεν ενθαρρύνει το μάτι το οποίο το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσει στην αλλαγή του πλάνου είναι την θέση της πόρτας, λίγο αριστερά από το σημείο που μάρκαρε στο τέλος του προηγούμενου κάδρου. Μέσω αυτής της αλλαγής και με το βλέμμα του Jean Marais να πέφτει κατευθείαν στη Natalia με το άνοιγμα της πόρτας επιτυγχάνεται η κλιμάκωση μιας ονειρικής συγκινησιακής ακολουθίας, που με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε την πρώτη επαφή των δύο ανθρώπων που έσπασε τα δεσμά της πρωταγωνίστριας. Στο τέλος αυτού του μεγάλου πλάνου αναγνωρίζουμε την εσωτερική σύγκρουση της Natalia όταν εκείνος της ζητά να βρεθούν έξω το βράδυ. Φαίνεται πίσω από το κρυμμένο απ' τα βιβλία πρόσωπό της η λάμψη των ματιών της να τρεμοπαίζει, να σιγοσβήνει και να μένει μια καταχνιά, όλα αυτά ενώ η μουσική έχει επανέρθει για να συντονίσει, σαν Ιανός όπως κρίνει απαραίτητα η τελετουργική αφήγηση, την έναρξη και την μετάβαση. Μια σκηνή με αρχή, μέση και τέλος που τίποτα δεν παραμένει σταθερό αλλά διεξάγονται όλα με τέτοια λεπτότητα που αναδύεται η φαντασιακή φύση της ίδιας της καθημερινής ζωής.


Η πλατωνική αγάπη του Mario προς την Natalia ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Εφιστεί την προσοχή στον τρόπο που μεταβάλλεται ο εσωτερικός κόσμος ενός ανθρώπου όταν χτίζεται από το μηδέν ένα συναίσθημα και τι το επηρεάζει ώστε να ανελιχθεί σε μία συνθήκη στην οποία από το ελεγχόμενο και το αναγκαίο προκύπτει μία ανεξήγητη κατάσταση με τα δύο φύλα και τους δύο χαρακτήρες της συγκεκριμένης περίπτωσης να την αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Βρίσκονται άλλωστε σε εντελώς διαφορετική φάση με κοινή τομή το ευαίσθητο του χαρακτήρος τους. Πολλές ορμέμφυτες ιδέες έρχονται για να παραποιήσουν αυτή την συναισθηματική τους φύση μερικώς, κάτι που αναφέρεται πάλι στην φυσιολογία του ανθρώπου, όμως η σημασία της σύζευξης των δύο πρωταγωνιστών υπακούει στον κανόνα κατά τον οποίο μαζί δύο κοινώς βαδίζωντες άθελά τους ψυχές ενώνονται και υποκύπτουν στην κοινή τους μοίρα αλλά υπό άλλους όρους. Οι όροι εκείνοι αφορούν την μοναδικότητα αλλά ως ένα βασικό βαθμό θα έλεγε κανείς ότι θες η απειρία, η μοναξιά, η αγνότητα ή η ανάγκη, τους ωθούν να καλλιεργήσουν αυταπάτες. Όπως ανέφερα νωρίτερα φαίνεται συχνά να αποτελεί τον μόνο δρόμο. Εκεί που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει με την λογική την εκστατική εμπειρία του έρωτα μπορεί κανείς να βιώσει το συναίσθημα σαν μια μορφή στοργής που γίνεται λαχτάρα, πόθος και φαντασία που μετατρέπεται στην θλίψη της αντίληψης της πραγματικότητας ή στην ευτυχία της ολοκλήρωσης, ολοκλήρωση που όμως απαιτεί μια γενναία προσπάθεια. Οι ονειροπόλοι του Ντοστογιέφσκι παικτικά και με πιο τακτοποιημένο ύφος υπακούουν στην ίδια λογική των σκληρότερων χαρακτήρων του. Εκείνοι όμως καλούνται σε αντίθεση με την νέμεση να δεχτούν έναν άλλο θάνατο, εκείνον της κατάρριψης αυτού που στο μυαλό τους θα έπλαθε τον όμορφο κόσμο τους. Η Natalia λαχταρά τον απομακρυσμένο αγαπημένο της και τον περιμένει στην γέφυρα επί ένα χρόνο για να επιστρέψει με τον ίδιο τρόπο που ο Mario ονειρεύεται τον έρωτα όπως τον έχει φανταστεί να του χτυπάει την πόρτα. Ο Μario στην συγκεκριμένη περίπτωση κατανοεί την μαγεία της φιλίας τους. Γνωρίζει πως ο χρόνος μπορεί να το χαλάσει. Να επικρατήσει η δική του ανάγκη έναντι του άλλου. Έχουν όμως έναν τόσο ανθρώπινο χαρακτήρα οι προσωπικότητες στην ταινία του Visconti που ακόμα και οι προσθήκες στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι αποφαίνονται μία ανατρεπτική ματιά γήινων συμπεριφορών. Όταν ο Mario βοηθά την Natalia να γράψει το γράμμα (σε μία γλυκιά κωμική στιγμή) το αποτέλεσμα της βροχής που προηγήθηκε δεν είναι η μελαγχολία αλλά μία ανεμελιά που ένωσε περαιτέρω τους χαρακτήρες. Εκείνοι όντας όμως συζητήσημοι αναφέρονται στο αναπόφευκτο της μελλοντικής ερωτικής τους έλξης. Η σκηνή του αποχωρισμού οδηγεί στην ακολουθία του σκισίματος του γράμματος που ανέφερα νωρίτερα στο κείμενο με την ατμόσφαιρα να αλλοιώνεται πλήρως. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η δυναμική της σκηνογραφίας που μέσα σε δέκα λεπτά έχει μεταμορφώσει τοπία, συνθήκες και αισθήσεις με την λήξη όλης αυτής της ακολουθίας να μας ξυπνάει μαζί με τον Mario στο σπίτι του (μας επαναφέρει στην πραγματικότητα της καθημερινότητας).

Οι ενοχές αφομοιώνονται από την Natalia όσο και η εμμονική της πλευρά, αλλά ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις αξίζει να τεθούν κάποια ερωτήματα. Τι είναι έρωτας τελικά; Εάν κάποιος σκέφτεται ερωτικά έναν άλλο άνθρωπο και το συναίσθημα αυτό κρατήσει για μακρύ διάστημα, θα ήμασταν σε θέση να ξεχωρίσουμε την εμμονή σε φαντάσματα (όπως λέει ο Mario) από τον ίδιο τον έρωτα και την νοσταλγία του. Μία καταπιεστική ζωή βαραίνει έυκολα κάποιον με ενοχές και η σχέση βασίζεται και σε αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα. Όμως εδώ η ίδια η σύγκρουση των αναγκών των πρωταγωνιστών για διαφορετικούς λόγους ξετυλίγει το κουβάρι του εσωτερικού τους βάρους. Εκρύγνειται σαν βόμβα το βάρος από μέσα τους στην σκηνή κλιμάκωσης στην οποία η Natalia πλαντάζει στο κλάμα ζητώντας να μείνει μόνη, πιστεύοντας ότι προδίδει την αγάπη της. Ο Mario μέσα στην ένταση της στιγμής αποχωρεί φωνάζοντας την απέχθειά του για τέτοιες αντρικές εγωιστικές συμπεριφορές που αναγνωρίζουμε σαν αρσενική επιθετικότητα, την στιγμή που ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση έντονου εκνευρισμού. Στη συνέχεια ο ίδιος αποπειράται να υιοθετήσει το μοντέλο αυτό άντρα που προ ολίγου καταδίκασε όταν συναντά την γυναίκα από την γέφυρα, η πόρνη που περιφέρεται στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Η γυναίκα την οποία υποδύεται η εξαιρετική Clara Calamai συμμετείχε στο ντεμπούτο του Visconti “Ossessione” (1943). Εκεί σε μία πρώτη απεικόνιση διδύμου τύπου Bonnie και Clyde η Clara έβγαζε έναν έμφυτο ερωτισμό που σε συνδυασμό με τον συμπρωταγωνιστή της προέτασσαν την εικόνα ενός ζευγαριού που υποπίπτει προσπίπτει μέσω του πόθου του στο έγκλημα. Μία διασύνδεση των όρων της ερωτικής έλξης με τον φόνο. Η σχέση αιτίου αιτιατού στην πρωτοποριακή εκείνη ταινία του Visconti είναι ξεκάθαρη και η κλασική αφήγηση συναντάται στην καθαρότερη μορφή με όλες τις απαραίτητες δόσεις νατουραλισμού (πρόκειται για ταινία-σημείο αναφοράς του ιταλικού νεορεαλισμού) με βαθύτερο φιλοσοφικό αντίκτυπο, μέσω όμως πάντα της απλότητάς της.

Ο ρόλος της Clara Calamai στην ταινία “Λευκές Νύχτες” όμως αντηχεί μία πιο εξευγενισμένη αύρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διακρίνονται εύκολα οι ψυχικές της ουλές. Αποτελεί σε περιοδικά διαστήματα του έργου το μεγαλύτερο σύμβολο της ζοφερής ποιητικής εικόνας του χώρου. Αρχικά με το πέρασμα της από την γέφυρα που σηματοδοτεί το πέρασμα του χαρακτήρα του Mario στην δεύτερη φάση του και στην συνέχεια στο χαμηλότερο σημείο του όταν ο Mario την βλέπει πλέον σαν πόρνη. Οι στιγμές εκείνες γεμίζουν τον μύθο του Ντοστογιέφσκι με πιο σύγχρονες ανησυχίες που αφορούν την λογοκρισία και την γενική προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει τα ένστικτά του ώστε να επικρατήσει ο ελεγχόμενος εαυτός, που δεν είναι έρμαιο του συναισθήματος. Συναισθηματικές φορτίσεις, λοιπόν, αλλά όχι μονάχα αυτό. Στην σκηνή που ο Mario δέχεται να πάει μαζί της (και ενώ ο Mastroianni συντηρεί με αβρότητα και τακτ την ιδιαιτερότητα του ήρωα ακόμα και στον ξεπεσμό του) η Clara προβάλλει έναν φόβο άρρητα συνδεδεμένο με το άγνωστο. Βρίσκει φωνή μέσω της ίδιας της γυναικείας φύσης της αλλά κατευθείαν μετατρέπεται σε μία ενθουσιώδη κοπελίτσα που εκπληρώνει τον στόχο τού να βρει συντροφιά. Η μοναξιά βρίσκεται στον αέρα καθόλη την διάρκεια της ταινίας και την εκπροσωπεί η γυναίκα αυτή με το βάδισμά της. Η άμυνά της όταν τελικά ο Mario ξαναβρίσκει τον εαυτό του και την απορρίπτει είναι να φωνάξει ότι εκείνος την εκμεταλλεύτηκε. Αμέσως εμφανίζονται απ' το πουθενά άντρες και ξυλοκοπούν τον Mario. Αποδεικνύεται, τελικά, ότι πρόκειται για στήσιμο, από την γυναίκα και τους άντρες κάτι που εκείνη μετανιώνει άμεσα και πλαντάζοντας στο κλάμα πέφτει στο έδαφος. Η σκηνή δεν αλλοιώνει απλά την παρουσία των ατόμων στο χώρο αλλά κάνει και κοινωνική κριτική. Την στιγμή που η γαναίκα πέφτει στο πάτωμα νιώθουμε τον πόνο της και αφουγκραζόμαστε την θλίψη της όταν πλέον φωνάζει χωρίς κανέναν ενδοιασμό “Δεν μπορώ ποτέ να κερδίσω”. Η έσχατη κραυγή, φλομώνει με μαράζι την εικόνα, μέχρι αυτή να ξεθωριάσει.


Ακολουθεί η τρομερή σκηνή εξομολόγησης με τον Mario να γυρίζει το κεφάλι μη μπορώντας να κοιτάξει την Natalia στα μάτια. Της λέει ότι έσκισε το γράμμα αλλά εκείνη νιώθει πως δεν έχει αλλάξει κάτι, ότι ήταν και καλύτερα που δεν παρέδωσε το γράμμα. Η συγκίνηση κατακλύζει και τους δύο οι οποίοι τώρα στέκονται αληθινοί ο ένας μπροστά στον άλλον. Πιο τολμηρή σκηνοθετική και σεναριακή απόφαση αυτή από τις σύγχρονες κυνικές αντιλήψεις, που θέλουν τον εγωισμό ακράδαντο και αδίστακτο και αδυνατούν να τον επαινέσουν ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κανονικότητας. Εν αντιθέσει με αυτή την σκοπιά, οι Λευκές Νύχτες όπως συνελήφθησαν από τον Visconti αποτελούν δραματουργία ειλικρινή και βαθύτατα προσωπική. Ο φωτισμός που αντανακλάται στους χώρους και συνεχώς αναδομεί τις σκιερές γωνίες των προσώπων και των φόντων τους υπνωτίζει περίτεχνα αναπολώντας το πιο όμορφο όνειρο. Η γαλήνια υπόκωφη γλυκύτητα του ήχου του κύματος των καναλιών ηρεμεί με έναν μοναδικό τρόπο αφομιώνοντας πλήρως την συναισθηματική ομορφιά της κάθε στιγμής και ανάγοντάς την σε ένα υψηλότερο επίπεδο, ένα επίπεδο έκστασης (έξω από το “ίστημι”, το στιβαρό στατικό υπάρχον). Φως και σκιές εναλλάσονται πάνω στους χαρακτήρες σαν ένας φάρος να σκανάρει συνεχώς τις πτυχώσεις τους. Λες και θέλει να ανακαλύψει τι υπάρχει στις απότερες πλευρές τους, αλλά με μία διακριτικότητα που τελικά παρατηρούμε την δική μας πλευρά χαραγμένη στις επιφάνειές τους.

Ο Visconti έχει χτίσει το δικό του σύμπαν. Για να αναπαράγει μία ιστορία που στην πρωτότυπή της μορφή διεγάγεται σε πόλη της Ρωσίας, κατασκευάζει ένα περιβάλλον που αποτυπώνει μία κρύα ατμόσφαιρα με τα κατάλοιπά της παραπέμποντας σε καταπονημένο ρωσικό χωριό αλλά προσθέτωντας την μεταφυσική μαγεία που εκπέμπει η τεχνοτροπία της Βενετίας, της πλωτής ρομαντικής πόλεως. Όπως αργότερα και στο “Don't Look Now”, την φανταστική ταινία του Nicolas Roeg, όπου η Βενετία σαν μέρος λησμονιάς εξέφραζε τους εσωτερικούς δαίμονες ενός αμερικάνικου ζεύγους όταν εκείνοι χάνουν το παιδί τους, το γοτθικό στοιχείο που συνθέτει την τρομακτική ατμόσφαιρα της αρχιτεκτονικής αυτής πανδαισίας παραμένει εδώ άσπιλο. Εξαρτάται από εκείνη την κρυφή ματιά των ανθρώπων που στις πιο μοναχικές γωνίες μπορούν να διακρίνουν την μεγαλύτερη ομορφιά της ζωής. Η ιστορία του πως το μέσα μας δεν αλλάζει το έξω, αλλά το μεταμφιέζει έτσι ώστε η εσωτερική πλέον ματιά να μοιάζει η μόνη αλήθεια. Ταπεινά φρονώ ότι ο Visconti επιτυγχάνει τέτοιες ουσιαστικές παρεμβάσεις στο συνειδητό μας, παραλλάζει τα τοπία, τα αλλοιώνει και αναμοχλεύει σκηνές εφήμερου και ανήμερου πάθους και θανάτου. Μία από τις πιο ζωηρές συναισθηματικά παραστάσεις. Τέτοιες αναδιαμορφώσεις χώρου, φωτισμών και καταστάσεων κάνουν ταινίες του Fincher να φαίνονται σαν τα πιο κοινότοπα θρίλερ, με έφεση σε μια τετριμμένη σκοτεινότητα που καταλήγει κουραστική. Από το με συνέπεια αποκρουστικό περιεχόμενο που μας κάνει από την αναισθητοποίηση να χασμουριόμαστε είναι προτιμότερη η πραγματική ταύτιση.Τουλάχιστον δεν είναι συνταγή.

Όταν τελικά προσπαθούν να είναι μαζί υπενθυμίζεται το πιο σημαντικό κομμάτι μιας σχέσης, η προσπάθεια. Ξεφεύγει από το φαντασιακό πλέον και αφορά κατά κανόνα την πραγματικότητα, την πραγμάτωση της ίδιας της σχέσης. Αυτό απαιτεί προσπάθεια και υπομονή και από τις δύο πλευρές. Παρότι η Natalia είναι ακόμα ερωτευμένη με τον χαρακτήρα του Jean Marais δεν μπορεί να ζει με την αγωνία που της μαραίνει την καρδιά και βασίζεται στην τυχαιότητα. Αποδέχεται την άμεση αγάπη του άλλου, παίρνει την τύχη στα χέρια της και συμβιβάζεται έτσι ώστε να κηνυγήσει τον αληθινό με σάρκα και οστά έρωτα και όχι τον ονειροπολικό που βασανίζει αλλά δεν εποικοδομείται. Δέχεται με ευγνωμοσύνη τα αισθήματα του φίλου της και κάνει μία παραχώριση αρχικά για αυτόν και κατά δεύτερον για τον ίδιο της τον εαυτό (οι άνθρωποι χρειάζονται την χωρίς χαλινούς συντροφικότητα). Η στιγμή που αγκαλιάζονται εκρίνει ταυτόχρονα λύπη και ανακούφιση. Η κάμερα ακολουθεί από πίσω τους δύο ήρωες προβληματισμένη για το τι μπορεί να σκέφτονται αλλά αδύναμη να συλλάβει το μεγαλείο της ανθρώπινης περιπλοκότητας. Το πως μια σκέψη μπορεί να διαδεχτεί την άλλη και να μπουρδουκλώσει όλο τον πνευματικό κόσμο των ηρώων. Οι συγκεχυμένες αυτές συναισθηματικές αλληλουχίες αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά της μοναδικότητας του ανθρώπου, εκφράζουν την φάση στην οποία μία ψυχή δοκιμάζεται στην προσπάθειά του να καταλάβει τον εαυτό του, μέσω του άλλου, να πραγματώσει το έργο που του συμβάλλει το συναίσθημα και του συγκρατεί η συμπεριφορά.


Τέτοιες εικόνες ανυψώνουν την ανθρώπινη εμπειρία όπως κατάφερε εξαίσια ο Frank Borzage στο “Street Angel”, μία ταινία της οποίας η απλότητα ειναι υποδειγματική στην μεταβίβαση μιας εμπειρίας. Το ίδιο ισχύει και για πιο εξπρεσσιονιστικές ματιές όπως εκείνη του F. W. Murnau στο Sunrise. Εκεί μία καταιγίδα που αιχμαλωτίζει του ήρωες στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας υποδηλώνει τις καθημερινές δυσκολίες μιας ανθρώπινης σχέσης. Με το να χάνονται οι χαρακτήρες στην ίδια την εκφραστικότητα της ατμόσφαιρας και να επιβιώνουν σε αυτή μέσω της δικής τους κραυγής δημιοργούν ένα καινούργιο αντιδραστικό πλέγμα, πο δεν είναι ξέτερο της ουσίας της μεταφυσικής (δεν είναι μόνο στυλιστική επιλογή). Το παρατηρεί κανείς και σε ταινέις του Wong Kar-Wai, πώς η απλότητα αλλα και ο αναπροσδιορισμός της πραγματικότητας αντηχεί κάτι ξένο αλλά ταυτόχρονα απτό, που απορρέει από την πολυπλοκότητα της φύσης μας. Πολυπλοκότητα που καταστρέφει για να ξαναχτίσει και να επαναλάβει (όπως στο γιοφύρι της Άρτας) αυτό τον κύκλο επ' άπειρον, όσο στην ζωή δεν επικρατεί το ότι ευτυχισμένος είναι αυτός που πετυχαίνει σε ατομικό επίπεδο. Στην περίπτωση του Visconti και του “Λευκές νύχτες” οι παραστάσεις δεν βασίζονται στην baroque οπτική της αντίθεσης και των εκπλήξεων αλλά σε μία πιο γήινη μορφή, ιμπρεσσιονιστικού χαρακτήρα. Αυτό γιατί πρόκειται για μια ιστορία βαθειά ρεαλιστική που αναδεικνύεται μέσω της ποίησης της εικόνας αλλά δεν ξεφεύγει με επινοημένους παραλληλισμούς, όπως συμβαίνει στο Don't Look Now. Ακόμα και στην τελική ακολουθία με το φαντασμαγορικό θέαμα του χιονιού να πέφτει που μεταφέρει το δίδυμο στην αθωώτητα της καθαρής τους συνείδησης, δεν επικρατεί η πλασματικότητα αλλά μία λιτή συγκινησιακή εικόνα που πραγματώνει τον τίτλο της ταινίας, αποδείχνει την κρυμμένη του γοητεία.

Μιλώντας για την τελευταία σκηνή αξίζει να αναφερθεί η μαγεία του σκηνογραφικού κομματιού. Το πως μέσα από τα προηγούμενα κλειστά πλάνα ξεπροβάλλει ξαφνικά ένας ιμπρεσσιονιστικός πίνακας. Μεταξύ δύο απογυμωμένων δέντρων στέκει ένα παγκάκι. Στημένο το κάδρο δέχεται τους δύο ξέγνοιαστους ήρωες οι οποίες παίζουν χιονοπόλεμο ανέμελοι, απελευθερωμένοι από το άγχος της αβεβαιότητας. Ο Mario αγκαλιάζει την αγαπημένη του και την αποκαλεί νύφη του ενώ το πυκνό χιόνι σχηματίζει στο κεφάλι της μία αυτοσχέδια κουάφ που τους εναρμονίζει με το περιβάλλον σαν αδιάσπαστα μέλη του. Η συνέχεια θα χτυπήσει τόσο δυνατά όσο ένας γάμος που διαλύεται την ημέρα της τελετουργίας του. Και όχι με τον γελοιοποιημένο τρόπο του φτηνιάρικου κιτς Pretty Woman. Είναι ξημέρωμα και ο δρόμος είναι στρωμένος λευκός. Η καμπάνα χτυπάει και ο Mario με την Natalia αγκαλιάζονται. Η Νatalia δακρύζει. Περπατούν μαζί μέχρι την γέφυρα όπου πρωτοσυναντήθηκαν λίγο καιρό πριν. Σταματώντας λίγο πιο πέρα βλέπουν τον άντρα να περιμένει στην γέφυρα. Το χιόνι έχει σταματήσει να πέφτει. Ο φακός νετάρει σε όλο το φάσμα της εικόνας, από τον γκρεμισμένο τοίχο στον οποίο στέκεται συμβολικά το ζευγάρι μέχρι την δεύτερη γέφυρα στο βάθος (στην πρώτη βρίσκεται ο άντρας που κινείται ανυπόμονα). Η πιο συνταρακτική στιγμή με την Natalia να μην μπορεί να συγκρατήσει την αδυναμία της. Κλαίει και δειλά δειλά σπρώχνεται από μια εσωτερική ώθηση προς τον άντρα. Αντιλαμβάνεται ότι όντως είναι αυτός και τρέχει κατά πάνω του. Ο Mario μαζεύεται και προσπαθεί να κουκουλωθεί από το κρύο της μοναξιάς που μόνο τώρα αισθάνεται. Η Natalia επιστρέφει στον Mario για να απολογηθεί. Η σκηνή κόβεται και τους ξαναβρίσκουμε στο ίδιο αποπνικτικό κοντινό κάδρο με πρωτύτερα, όταν όλα ήταν πιο έντονα και ασφυκτικά. Αποχαιρετιώνται και ο Mario κλαίει. Πίσω στο γενικό πλάνο αντιστραμμένο πλέον από το προηγούμενο γενικό φαίνονται οι τρεις χαρακτήρες με τον Mario τώρα στο βάθος αβοήθητο και τον Jean Marais σε ένα πλάνο αμερικέν, να στέκει σαν νικητής σίγουρος για τον εαυτό του με πλάτη στην Natalia που έρχεται πάλι φορτισμένη τρέχοντας προς το μέρος του. Γίνεται εύκολα αντιληπτή η αντίθεση των ατόμων του τριγώνου. Ο ένας σε απόγνωση, ο άλλος σε πλήρη άνεση που φαίνεται από την υπεροπτική του ματιά... και η Natalia στην μέση ενθουσιασμένη για την επανένωση με τον πρώτο μοναδικό και ίσως πλασματικό έρωτά της τον οποίο όμως ευγνωμονεί, αφήνοντας πίσω αυτό που αναγνωρίζει υποσυνείδητα ως την πραγματική αγάπη. Πρόκειται για μία πανανθρώπινη αποκάλυψη και απόδειξη του πόσο μάταιη συχνά είναι η ζωή όταν τα φέρνει όλα ανάποδα. Ανάποδα για κάποιους και ίσια για άλλους... Είναι εκπληκτικές όμως αυτές οι αχτίδες ελπίδας που μεταμόρφωσαν το όνειρο του Mario, έστω και για λίγο. Μια χαραμάδα ζωντάνειας που εν τέλει είναι η ίδια η ζωή. Η ζωντάνεια του να μοιράζεται κανείς τις πιο απόκρυμνες μορφές του εαυτού του. Ακόμα και η ζωντάνεια του να πεθαίνει για να αναγγενηθεί από τις στάχτες πιο δυνατός, με ένα χαμόγελο αρκετό για να συνεχίσει.

Η ταινία του Visconti ξεμπλέκει το κουβάρι της ευαισθησίας του ανθρώπου. Εκεί που άλλοι σκηνοθέτες καλύπτουν επιλεκτικά πτυχώσεις ενός ανθρώπινου ψυχισμού και κατά συνέπεια πνεύματος, ο Visconti με την καταλυτική προσφορά του τρομερού διευθυντή φωτογραφίας Giuseppe Rotunno (The Leopard, All That Jazz, Amarcord) πετυχαίνει μία από τις πιο ανθρωπιστικές προσεγγίσεις έργου του Ντοστογιέφσκι, που από μόνο του είναι ένα επίτευγμα παρόλο τον ανάλαφρο χαρακτήρα του ίδιου του λογοτεχνικού έργου. Το αποτέλεσμα: η μαγεία της αφέλειας που ξαγρυπνά την εκρηκτικότητα του ερωτισμού. Απαράμιλλο...


8 views0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page